- στυφόεις
- στῠφόεις, εσσα, εν,= στυπτικός, v.l. in Nic.Al.375 (v. Sch. l.c.); cf. στύφω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στυφόεις — εσσα, εν, Α στυπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύφω + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek